- κατάπιασμα
- το (Μ κατάπιασμα) [καταπιάνω]νεοελλ.1. πρόχειρο ράψιμο, βελόνιασμα, τρύπωμα, μπάλωμα2. μτφ. μνηστεία, αρραβώναςμσν.1. εγχείρημα, πολεμικό τέχνασμα2. πολεμικές προετοιμασίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαββατιανός — ή, ό, Ν 1. σαββατιάτικος 2. (το ουδ. ώς ουσ.) το σαββατιανό είδος λευκού σταφυλιού που ευδοκιμεί στην Αττική, αλλ. ασπρούδι 3. παροιμ. α) «σαββατιανό κατάπιασμα, πομπή τής εβδομάδας» η δουλειά που αρχίζει κανείς την τελευταία στιγμή δεν γίνεται… … Dictionary of Greek